Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

σέρνω το

  • 1 σέρνω

    (αόρ. έσυρα, παθ. αόρ. (ε)σύρθηκα) μετ.
    1) тянуть, тащить, волочить;

    μόλις σέρνω τα πόδια μου — еле волочить, таскать ноги, еле плестись;

    σέρνω χάμου — тащить, валять по полу;

    2) вытаскивать, извлекать;

    σέρνω τό ξίφος — вытаскивать шпагу;

    3) перен. поносить, ругать, бранить (кого-л.); злословить (на чеи-л. счёт);

    πολλά τού σέρνει ο κόσμος — о нём много злословят;

    § σέρνω τον χορό — водить хоровод;

    σέρνω από τη μύτη — водить за нос;

    σέρνω τα λόγια — тянуть, растягивать слова;

    του 'σύρε ( — или του 'ψάλε) όσα σέρνει η σκούπα — он его облил грязью; — он здорово его поливал бранью;

    σύρε στο καλό уходи подобру-поздорову, уходи с богом;
    σύρε να φας иди покушай; σύρε στο διάολο! иди к чёрту!;

    σέρνομαι

    1) — тянуться, тащиться, волочиться; — плестись;

    ο ποδόγυρος σέρνεται στο πάτωμα — подол волочится по полу;

    σέρνομαι στην ουρά — плестись, тащиться в хвосте;

    2) ползать; пресмыкаться;
    3) распространяться (о болезни, эпидемии);

    σέρνεται οστρακιά (τύφος) — ходит скарлатина (тиф);

    § σέρνομαι στα πόδια κάποιου — ползать у кого-л. в ногах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σέρνω

  • 2 σέρνω

    [сэрно]р. (μτβ.) тянуть, тащить, волочить, (μεταφ.)

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σέρνω

  • 3 σέρνω

    [сэрно] ρ (μτβ) тянуть, тащить, волочить, (μεταφ). (υβρ) поносить, бранить.

    Эллино-русский словарь > σέρνω

  • 4 άμαξά

    η
    1) экипаж, карета;

    φορτηγός άμαξά — повозка, подвода, фургон;

    σιδηροδρομική άμαξά — железнодорожный вагон;

    § τα εξ αμάξης ругань, брань;
    σέρνω (или ψάλλω) τα εξ αμάξης бранить, поносить; πέμπτος τροχός της αμάξης погов, пятое колесо в телеге

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άμαξά

  • 5 μύτη

    η
    1) нос;

    ανασηκωμένη μύτη — курносый, вздёрнутый нос;

    κυρτή μύτη — орлиный нос;

    μιλάω με τη μύτ — говорить в нос;

    παστρεύω ( — или φυσώ) τη μύτη μου — сморкаться;

    η μύτη μου τρέχει αίμα — у меня идёт кровь из носа;

    2) клюв;
    3) хобот (насекомого); 4) морда, рыло (животного); 5) нюх, чутьё, обоняние;

    έχω γερή μύτη — иметь хорошее обоняние, чутьё, нюх;

    6) кончик, остриё (иглы и т. п.);
    7) нос (лодки и т. п.); носок (ботинка и т. п.);

    § χώνω παντού τη μύτη μου — всюду совать свой нос;

    τραβώ ( — или σέρνω) από τη μύτη — а) командовать (кем-л.), заставлять плясать под свою дудку (кого-л.); — б) водить за нос (кого-л.);

    σηκώνω τη μύτη ψηλά — или έχω (α)ψηλή μύτη — задирать нос;

    φέρνω μπροστά στη μύτη κάποιου — ткнуть носом кого-л. (во что-л.);

    δε βλέπω πέρ' από ( — или ως) τη μύτη μου — дальше своего носа не видеть;

    τρέχει ( — или στάζει) η μύτ μου — у меня насморк;

    μου βγήκε (ξυνό) από τη μύτη — мне дорого стоило это (удовольствие, радость и т. п.); — мне это вышло боком;

    δε μάτωσε ( — ила δε λύθηκε) μύτηобошлось без кровопролития (о драке);

    περπατώ στίς μύτες (των παπουτσιών) — ходить на цыпочках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μύτη

  • 6 σερμένος

    η, ο μετ χ. παθ. παρακ. от σέρνω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σερμένος

  • 7 σούρνω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σούρνω

  • 8 σύρνω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύρνω

  • 9 σύρω

    (αόρ. έσυρα) см, σέρνω

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σύρω

  • 10 φωνή

    η
    1) голос;

    βραχνή φωνή — хриплый голос;

    φωνή οξυφώνου — тенор;

    φωνή βαθύφωνου — бас;

    φωνή βαρυτόνου — баритон;

    φωνή κεφαλής — или κεφαλική (ψευδής) φωνή — фальцет;

    δεν έχω φωνήне иметь голоса (музыкального);

    έχει μιά φωνή καμπάνα — у него голос словно колокол;

    με μεγάλη φωνή — громко;

    2) крик;

    φωνές, κακό — шум и гам, невыносимый шум;

    βγάζω ( — или σέρνω) μιά φωνή — покричать кому-л. (чтобы остановился);

    βάζω (или μπήγω) τίς φωνές а) поднимать крик; б) звать на помощь;
    3) грам, залоговая форма глагола;

    ενεργητική (παθητική) φωνή — активная (пассивная) форма глагола;

    § η φωνή τοβ αίματος — голос крови;

    φωνή βοώντος εν τη ερήμο — глас вопиющего в пустьше;

    κατά φωνή κι' ο γάιδαρος — лёгок на помине

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φωνή

  • 11 χορός

    ο
    1) танец;

    λαϊκός χορός — народный танец;

    χορός μετημφιεσμένων — костюмированный бал;

    χορός προσωπιδοφόρων — бал-маскарад;

    πιάνω ( — или στήνω) το χορό — танцевать;

    μαθαίνω χορο — учиться танцевать;

    2) бал, танцевальный вечер;

    πηγαίνω στο χορό — ходить на танцы;

    3) хоровод;

    σέρνω το χορό — водить хоровод;

    4) хор;
    5) перен. кучка, группа (людей, деревьев и т. п.); стайка (людей, рыб);

    § μπαίνω ( — или πιάνομαι) στο χορό — быть втянутым, вовлечённым в какое-л. дело;

    κατά τον τοίχο το χορό — надо быть очень осторожным, требуется большая осторожность;

    εν χορω — хором, дружно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χορός

См. также в других словарях:

  • σέρνω — σέρνω, έσυρα βλ. πίν. 204 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σέρνω — Ν 1. βλ. σύρω 2. (ιδιωμ.) (για ζώα) βρίσκομαι σε περίοδο οίστρου …   Dictionary of Greek

  • σέρνω — έσυρα, σύρθηκα, συρμένος 1. έλκω, τραβώ: Τα βόδια σέρνουν το αλέτρι. 2. μετακινώ κάτι συρτά πάνω στο έδαφος: Σέρνει τα πόδια του από την κούραση. – Σύρθηκε στο χώμα με την κοιλιά του. 3. μτφ., κακολογώ, εξυβρίζω: Νομίζει πως είναι φίλος του, αλλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρέλκω — ΝΑ [έλκω] 1. παρελκύω, σέρνω κάτι στην άκρη 2. (για χρόνο) α) επιμηκύνω, παρατείνω («τὰ κατὰ τὸν κίνδυνον παρέλκειν ὀλίγας ἡμέρας», Πολύβ.) β) αναβάλλω («μηδὲν παρέλκων» χωρίς αναβολή) 3. ναυτ. σέρνω, ρυμουλκώ από την ξηρά με πάρολκο και αντίθετα …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αλογοσέρνω — 1. σέρνω κάποιον δεμένο στην ουρά αλόγου, ώστε να σκοτωθεί 2. σέρνω κάποιον επάνω στο έδαφος, όπως το άλογο τον καβαλάρη του που έπεσε 3. οδηγώ άλογο σε φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σέρνω] …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — τράβηξα, τραβήχτηκα, τραβηγμένος 1. έλκω, σέρνω, έλκοντας μετακινώ: Τραβώ την καρέκλα. 2. σέρνω κάποιον χωρίς τη θέλησή του, ταλαιπωρώ: Μετραβάνε τώρα στα δικαστήρια. 3. σέρνω από τη θήκη, χτυπώ, πυροβολώ: Τραβώ το σπαθί. – Του τράβηξε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποσύρω — κ. σέρνω (AM ἀποσύρω) νεοελλ. 1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ 2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω 3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.) απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι αρχ. αποσπώ, απογυμνώνω …   Dictionary of Greek

  • διειρύω — (Α) 1. σέρνω ως απέναντι 2. σέρνω μέσα από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο λ. διειρύω επικ. και ιων. τ. τού διερύω < δι (α) + ερύω «έλκω, σύρω»] …   Dictionary of Greek

  • επερύω — ἐπερύω (Α) 1. σέρνω, τραβώ («θύρην δ ἐπέρυσσε κορώνῃ», Ομ. Οδ.) 2. σέρνω προς τα μένα («ἡ δὲ ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη») 3. τραβώ κάτι επάνω μου για να σκεπαστώ («ἐπειρυσάμενον τὴν λεοντέην κατυπνῶσαι», Ηρόδ.) 4. στήνω, ιδρύω («τύμβον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»